γαμψούς

γαμψούς
γαμψός
curved
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κορακωτός — ή, ό 1. κορακιωτός* 2. φρ. α) ναυτ. «κορακωτός τρόχιλος» τρόχιλος που απολήγει σε γάντζο, κν. γαντζωτός, μακαράς β. «κορακωτός γόμφος» μακριά σιδερένια περόνη που καταλήγει σε γάντζο γ) «κορακωτό σύσπαστο» το σύσπαστο που έχει τον ένα ή και τους… …   Dictionary of Greek

  • δασυουρίδες — (dasyuridae).Οικογένεια μαρσιποφόρων θηλαστικών ζώων της υπόταξης των πολυπρωτοδόντων. Ζουν στην Αυστραλία και στη Νέα Γουινέα. Είδη της οικογένειας αυτής είναι ο δασύουρος,ο θηλακίνος,ο σαρκόφιλος,η φασκογαλή κ.ά. Είναι σαρκοφάγα ζώα, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”